Ο πόνος είναι σαν ένα παράσιτο
χρειάζεται έναν ξενιστή για να επιβιώσει.
Κάτι σαν τον άνθρωπο,
(νομίζει) για να επιβιώσει θέλει κι αυτός «ξενιστή».
Και ο έρωτας είναι σαν ένα παράσιτο, εγωιστικό
ίσως το πιο εγωιστικό παράσιτο απ’ όλα.
Γιατί συνήθως επιβιώνει σε ένα μόνο σώμα
και γεννά τον πόνο.
(Πονάς για να επιβιώσεις;
Η επιβιώνεις για να πονάς;
Ερωτεύεσαι για να επιβιώσεις;
Η ερωτεύεσαι για να πονάς;)
Ποιος σου έμαθε ψυχή μου,
πως ο έρωτας πονά;
Μη μπερδεύεσαι, ο αληθινός έρωτας
δεν είναι αυτός που πονά, ούτε αυτός που παρασιτεί.
Ο αληθινός έρωτας – ο φτασμένος έρωτας –
είναι αυτός της λογικής
όχι της παράνοιας και του πόνου.
Αυτός, που ίσως και να μη γνωρίσεις ποτέ.
«Γιατί;»
«Γιατί δεν υπάρχει»
Και έπειτα, φτάσαμε εδώ.
Στους ανθρώπους που ο πόνος τους,
τους οδήγησε να μη πιστεύουν στον έρωτα.
Στους ανθρώπους «παράσιτα».
Πληγωμένες καρδιές,
που τον έρωτα σταμάτησαν να ψάχνουν,
Γιατί, κάποτε, νόμισαν τον βρήκαν,
– νόμισαν – βρέθηκε ο «ξενιστής» τους.
Έζησαν, για λίγο μέσα από εκείνον.
ανέπνεαν από τα ξένα, αυτά, πνευμόνια,
η καρδιά τους χτυπούσε μέσα τη δική του.
Και έπειτα, νόσησαν με την χειρότερη (και χρόνια) ασθένεια.
Τον πόνο.
Και το παράσιτο του πόνου ,
μένει για πάντα.
Τον κουβαλάς μαζί σου,
σαν μέρος σου, σαν κομμάτι σου.
«αποκτάς ανοσία»
Πώς μπορεί μία άρρωστη, σάπια καρδιά να αναγεννηθεί ;
Πως μπορεί να γίνει όπως πριν ;
Δε μπορεί.
Μια καρδιά που νοσεί, παρασιτεί
μετατρέπoντας τον ίδιο της τον ξενιστή
σε παράσιτο.